- ευεργετήριος
- -α, -ο [ευεργέτης]1. ευεργετικός2. εκκλ. φρ. «ευεργετήριο γράμμα» — επιστολή με την οποία παραχωρείται σε κάποιον, συνήθως κληρικό, είτε κάποιος τίτλος με ευρύτερη δικαιοδοσία, προσωρινή ή για όλη τη ζωή, είτε κάποια δωρεά ή και τα δύο συγχρόνως.
Dictionary of Greek. 2013.